- κάβαλο
- τοτο ποντικοκούραδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβάλο — καβάλο, το και κάβαλος, ο (λ. ιταλ.), το κάτω μέρος της ραφής, που ενώνει τα δύο σκέλη του παντελονιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καβάλο — το το κάτω μέρος τής ραφής η οποία ενώνει τα δύο σκέλη τού παντελονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavallo] … Dictionary of Greek
Καβάλο, Τιμπέριο — (Tiberio Cavallo, Νάπολη 1749 – Λονδίνο 1809). Ιταλός φυσικός. Aπό το 1771 ζούσε στο Λονδίνο, όπου, αργότερα, έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Επινόησε ένα μικρόμετρο και ένα ηλεκτρόμετρο και πραγματοποίησε πολλά πειράματα με χαρταετούς για… … Dictionary of Greek
καβάλος — και κάβαλος, ο καβάλο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cavallo] … Dictionary of Greek